- διορυχη
- διορυχήδιορῠχήἥ Diod. = διῶρυξ См. διωρυξ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διορυχή — undermining fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυχή — η βλ. διορυγή … Dictionary of Greek
διορυχαῖς — διορυχή undermining fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυχαί — διορυχή undermining fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυχῆς — διορυχή undermining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυχήν — διορυχή undermining fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορυγή — και διορυχή, η (Α) [διορύσσω] η διόρυξη … Dictionary of Greek
διωρυχή — και διορυχή, η (Α) διάνοιξη διώρυγας … Dictionary of Greek